A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
απερωεύς — ἀπερωεύς ( έως), ο (Α) [απερωέω] αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει … Dictionary of Greek
ἀπερωεύς — thwarter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)